δόλους

δόλους
δόλος
bait
masc acc pl
δολόω
beguile
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δολοπλοκώ — (AM δολοπλοκῶ, έω) [δολοπλόκος] πλέκω δόλους, εξυφαίνω δόλια σχέδια …   Dictionary of Greek

  • δολοπλόκος — α, ο (AM δολοπλόκος, ον) αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια …   Dictionary of Greek

  • δολοφραδής — δολοφραδής, ές (Α) ο έμπειρος στους δόλους, αυτός που σκέπτεται δόλια …   Dictionary of Greek

  • δολοφρονώ — δολοφρονῶ ( έω) (Α) σκέπτομαι, σχεδιάζω δόλους …   Dictionary of Greek

  • επιτεχνώμαι — ἐπιτεχνῶμαι, άομαι (Α) 1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.) 2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)] …   Dictionary of Greek

  • ζιγανάρης — α, ικο αυτός που εξαπατά με δόλους, ο δόλιος, ο απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιγανεύ(γ)ω + παραγ. κατάλ. αρης, (πρβλ. κατεργ άρης, νοικ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ζιγανεύω — και ζιγανεύγω εξαπατώ, χρησιμοποιώ δόλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. ή περσοτουρκικό ziyan] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοπλοκώ — μηχανοπλοκῶ, έω (Μ) εφευρίσκω δόλους, δολοπλοκώ, μηχανορραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πλοκῶ (< πλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιτεχνώμαι — άομαι, Α τεχνάζομαι, επινοώ κάτι επί πλέον με πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτεχνῶμαι «τεχνάζομαι, επινοώ δόλους»] …   Dictionary of Greek

  • τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”